- κερήθρα
- ηκέρινη πλάκα διαιρεμένη σε μικρά εξάγωνα κελιά μέσα στα οποία αφήνουν οι μέλισσες το μέλι τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κερήθρα — η βλ. κηρήθρα … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ανθρήνιον — ἀνθρήνιον, το (Α) [ανθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. κερήθρα … Dictionary of Greek
ανθρηνιώδης — ἀνθρηνιώδης ( ους), ες (Α) [ανθρήνιον] αυτός που μοιάζει με κερήθρα … Dictionary of Greek
αποβλίττω — ἀποβλίττω (Α) παίρνω την κερήθρα απ την κυψέλη, κλέβω … Dictionary of Greek
αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
βλίττω — (Α) κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μλι τιω, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη βαθμίδα) < μελιτ , μέλι. Οι συσχετισμοί της λ. με τα βλιμάζειν και μαλάσσειν αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες] … Dictionary of Greek
βλιστηρίς — βλιστηρίς, η (Α) φρ. «βληστηρίδι χειρί» με το χέρι που τρυγάει το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του *βλιστήρ «μελισσοκόμος» < *βλιττήρ < αρχ. βλίττω «κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι»] … Dictionary of Greek